- περιγυριά
- η, Ν [περίγυρος]1. (σχετικά με τόπο) η περιφερική, κυκλική ή ημικυκλική έκταση που εκτείνεται γύρω από κάτι (α. «η περιγυριά τής Εκκλησίας» β. «η πυκνοφυτεμένη περιγυριά τού σπιτιού»)2. οι γύρω τόποι, τα περίχωρα («στην περιγυριά εδώ κι εκεί καλύβια, στάνες κι ερημοκκλήσια»)3. (για ύφασμα ή ένδυμα) παρυφή («στην περιγυριά τής ρόμπας ήταν ραμμένο σειρίτι»)4. (η γεν. χωρίς άρθρο ως επίρρ.) περιγυριάςπέριξ, ολόγυρα.
Dictionary of Greek. 2013.